αφάλια (η)
η κακή σοδειά, αποτυχία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφάλια /ἡ/ (ἀπὸ-ἅλις) = ἀποτυχία εἰς τὴν ποσότητα ἢ τὴν ποιότητα τῶν προϊόντων καλλιεργείας, ἀποτυχία ἔργου, ζημία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης