κασμάς (ο)
γεωργ. εργαλείο με δύο σκαπτικές πλευρές, μια μυτερή και μια κάπως πλατιά και κοφτερή. Απαραίτητο σύνεργο για κάθε γεωργό και για ποικιλία άλλων εργασιών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κασμᾶς /ὁ/ (Τ. καζμᾶ) = δίχηλος σκαπάνη δι’ ἐξορύξεις λίθων καὶ ἐκσκαφὴν σκληρῶν ἐδαφῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κασμᾶς, § ἐργαλεῖον, δι᾿ οὗ ἐξορύττουσι τοὺς ἐν ἀγροῖς μεγάλους λίθους. ΚΝ.
Σημ. Ἡ λ. φαίνεται ἔκφυλος.