συνιάζω
Συνιάζω § τακτοποιῶ, θέτω εἰς τάξιν. Μ. συντάζομαι = θέτω εἰς τάξιν τὰ πράγματά μου. Π. Νοικοκυρὰ συντάζεται νὰ πάῃ ᾿ς τὸν κάτου κόσμον (ᾆσμ. 25).
Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχ. συντάσσω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Συνιάζω § τακτοποιῶ, θέτω εἰς τάξιν. Μ. συντάζομαι = θέτω εἰς τάξιν τὰ πράγματά μου. Π. Νοικοκυρὰ συντάζεται νὰ πάῃ ᾿ς τὸν κάτου κόσμον (ᾆσμ. 25).
Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχ. συντάσσω.