ὥραν τὴν ὥραν
Ὥραν τὴν ὥραν, ἐπίρρ. ὁσονούπω, μετ᾿ ὀλίγον. Π. τὸν καρτερῶ ὥραν τὴν ὥραν ν᾿ ἄρτῃ = τὸν περιμένω ὁσονούπω νὰ ἔλθῃ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ὥραν τὴν ὥραν, ἐπίρρ. ὁσονούπω, μετ᾿ ὀλίγον. Π. τὸν καρτερῶ ὥραν τὴν ὥραν ν᾿ ἄρτῃ = τὸν περιμένω ὁσονούπω νὰ ἔλθῃ.