Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

νερωμένο, το

Νερωμένο, το: (εννοείται το κρασί), ο κεκραμένος οίνος με νερό. Μτχ. παθ. παρακ. του νερώνω, αρχ. νηρόν, νερό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.