ἀναγγρίζω
Ἀναγγρίζω § ἐρεθίζω τινά, ἵνα αἰτήσῃ τι ἀρεστὸν αὐτῷ. Π. μὴν ἀναγκρίζῃς τὸ παιδί.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀγρίζω (εὔχρ. παθ. ἀγρίζομαι = ἐρεθίζομαι). Πλεονασμῷ τοῦ Γ (Σύλλ. 3) καὶ συνθέσει ἀναγγρίζω. Ὁ Αἰνιὰν γρ. Ξαναγγρίζω καὶ ἀγγρίζω (Ἀθην. σ. 79).