λάρζινο ἤ λάριξ
λάρζινο ἤ λάριξ: σκληρό ξύλο πού χρησιμοποιεῖται στήν ναυπηγική. Ἡ λάριξ: Τό δένδρον λάριξ ἡ εὐρωπαϊκή. (Πλιν. Κ116, 43): βοταν. Γένος τῆς τάξεως τῶν κωνοφόρων περιλαμβάνον εἴδη δένδρων θεραπευόμενα πρός κόσμον, ἐν οἷς καί ἡ λᾶριξ ἡ εὐρωπαϊκή, (Λεξ. τῆς ΠΡΩΪΑΣ, 1934, σελ. 1470) ΑΡΧ.