Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάρζινο ἤ λάριξ

λάρζινο ἤ λάριξ: σκληρό ξύλο πού χρησιμοποιεῖται στήν ναυπηγική. Ἡ λά­ριξ: Τό δένδρον λάριξ ἡ εὐρωπαϊκή. (Πλιν. Κ116, 43): βοταν. Γένος τῆς τάξεως τῶν κωνοφόρων πε­ρι­λαμβάνον εἴδη δέν­δρων θεραπευόμενα πρός κό­σμον, ἐν οἷς καί ἡ λᾶριξ ἡ εὐρωπαϊκή, (Λεξ. τῆς ΠΡΩΪΑΣ, 1934, σελ. 1470) ΑΡΧ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.