κ(ου)βεντιαστὴς -οῦ
Κ(ου)βεντιαστὴς -οῦ (Λ. conventio) = ὁμιλητικός, λαλίστατος, εὐχάριστος.
Κουβεντιαστὴς -οῦ / Κβεντιαστὴς -οῦ
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κ(ου)βεντιαστὴς -οῦ (Λ. conventio) = ὁμιλητικός, λαλίστατος, εὐχάριστος.
Κουβεντιαστὴς -οῦ / Κβεντιαστὴς -οῦ