νιάνιαρο (το)
το μικρό και αδύνατο, το καχεκτικό παιδί. “Θα μας μάθει το νιάνιαρο, τώρα, γράμματα;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νιάνιαρο /τὸ/ (Ἰ. gnagnera) = νήπιον, μικρόσωμος, καχεκτικός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Έχει σχέση με τη λέξη νινί, που προέρχεται από το μεσαιωνικό νήνιον ή νηνίον, που θα πει κούκλα.
Είναι προσφώνηση μικρού παιδιού. Λέμε περιφρονητικά σε κάποιον: “είσαι νιάνιαρο”.
Κατά το λεξικό το νινί προέρχεται από το αρχαίο νήνις, που είναι συντηρημένος τύπος του νεάνις. Κατά τον Ησύχιο, νηνίται είναι οι νέοι.
Στη γλώσσα των Ίνκας με αρχαιοεληνικές ρίζες, η λέξη nunu (που τη δανείστηκε γνωστή εταιρεία γάλακτος) σημαίνει τα στήθη της γυναικός και ειδικότερα τη θηλή, που τρέφεται το νήνιο, το μωρό (Σ. Δωρικού, Κ. Χατζηγιαννάκης, Οι Ίνκας μιλούσαν ελληνικά, σελ. 138).
Να σημειώσουμε ότι από το νιάνιαρο προέρχονται και τα γνωστά Νιάνιαρης (παρατσούκλι) και Νινίκας (αλλού, επίθετο). Να θυμηθούμε και το “νανι-νάνι το νινί να κάνει”, γνωστό νανούρισμα. Τέλος η ετυμολογία του Λάζαρη από ιταλική (άγνωστη) λέξη, φαίνεται μάλλον απίθανη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης