απ΄γεντ΄σά (απιγεντισά) (η)
ανυπακοή, ασέβεια: “Η απγεντσά σου δεν έχει όρια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπ(ι)γεντ(ι)σὰ: /ἡ/ (ἀ- Ἰτ. pieta) = ἀπείθεια, ἀνευλάβεια, ἀσέβεια, ἀναισθησία, ἀπροσεξία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης