τσίμα (η)
η τελευταία άκρη ενός πράγματος, η κορυφή κλαριού.
Εξ ου και οι φράσεις: “τσίμα-τσίμα τα φέρνομε βόλτα”, δηλ. μόλις και τα καταφέρνομε – “το φέραμε τσίμα-τσίμα” με μετρική σημασία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίμα /ἡ/ (Ἰ. cima) = κορυφή, ἄκρον, ἄκρα (σχοινίου, κλάδου, δένδρου), τὸ πρῶτον ἀκραῖον σχοινὶ τῆς τράτας τοῦ ὁποίου τὸ ἐλεύθερον ἄκρον παραμένει εἰς τὴν ἀκτὴν ὅταν ἀρχίζῃ ἡ καθέλκυσις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το ΄κοψε λέμε το ύφασμα τσίμα τσίμα, άκρη άκρη, ίσα που φτάνει.
Οι λεξικογράφοι (Ανδριώτης, Μπαμπινιώτης κ.ά) το ετυμολογούν από το ιταλικό cima που σημαίνει κορυφή. Κι αυτό όμως το ιταλικό, προέρχεται από το ελληνικό κύμα (τσύμα – τσύμα, κύμα). Τη διαδικασία αυτή ο Μπαμπινιώτης τη χαρακτηρίζει γλωσσικά αντιδάνειο (δηλαδή δάνειο της Ελληνικής από την Ιταλική που κι αυτή πήρε τη λέξη από την Ελληνική.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Πλάτωνας Αχιλλέας -
Τσίμα στα Γιάννενα λέμε ένα είδος μικρού ψαριού [όπως είναι η αθερίνα] και το οποίο παλιά ‘ηταν σε μεγάλη κατανάλωση.Το μαγείρευαν συνήθως με χόρτα στη γάστρα ή στο φούρνο