βροντάω
χτυπώ εύηχα αντικείμενα και προκαλώ θόρυβο.
“Βρόντησε την πόρτα και θα σου ανοίξουν” – “Μη βροντάς παιδί μου, μας εκούφανες”
μεταφορικά: “άστραψε και βρόντησε”, δηλ. θύμωσε υπερβολικά.
Παροιμία: “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα” – “όταν βροντάει ακούεται, όταν χιονίζει ασπρίζει” – “Τα βρόντησε όλα κι έφυγε”, δηλ, εχρεοκόπησε, επτώχευσε και εξαφανίστηκε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βροντάω (βροντὴ) = κτυπῶ, θορυβῶ διὰ κρούσεων. «τ’ βρόντσε τν πόρτα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης