παραβελάζω
όταν φωνάζει κανείς και σκούζει εξαιτίας πόνου ή και φόβου. Το ξεφώνημα αυτό λέγεται παραβελατό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραβελιάζω. Ὅταν ἀπὸ πόνου ἢ φόβου φωνάζῃ τις ἰσχυρῶς παραβελατὸ = ξεφώνημα.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός