κουσουμάρω
αφήνω κάτι να ωριμάσει, περιποιούμαι τεχνικά το φαγητό να γίνει πιο νόστιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σε μας: να μείνει ένα διάστημα στην κατσαρόλα, “να γίνει”, να μη σερβιριστεί αμέσως. να πιει το ζουμί του (ποχιαίνω). Ως γνωστόν ο ζωμός στην καθομιλουμένη λέγεται ζουμί (μεσαιωνικά ζουμίν). Μπορούμε να πούμε κου-ζουμάρω; Δυσκολεύει η προέλευση του “κου”. Θέλει ψάξιμο . Εφ όσον η λέξη περιέχει το “ζουμί”, τότε θα πει “να πιει το ζουμί του”.