κατσαφόρα (η)
δυνατός βόρειος άνεμος. “Έβαλε κατσαφόρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσαφόρα /ἡ/ (Ἰ. cacia-foro, furie, T. κασὴφ) = ἰσχυρὸς Βορρᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
δυνατός βόρειος άνεμος. “Έβαλε κατσαφόρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσαφόρα /ἡ/ (Ἰ. cacia-foro, furie, T. κασὴφ) = ἰσχυρὸς Βορρᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης