καλοκάμωτο -η -ο
- ο καλά καμωμένος, φκιασμένος, καλόχτιστος
- ο άνθρωπος που έχει καλή σωματική διάπλαση
- ως ευχή: “να ΄ναι καλοκάμωτες οι ελιές σας”, λέμε όταν μας ειπούν ότι πρόκειται να πάνε ελιές στο λιτρουβειό.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!