αφρίνα (η)
η κορφή, ο αφρός του αλατιού στις Αλυκές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφρίνα /ἡ/ (ἀφρὸς) = ὁ ἀφρὸς τοῦ ἅλατος, ἡ ἐκλεκτὴ κατάλευκος ποιότης τοῦ ἅλατος ἡ περισυλλεγομένη ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῶν ἁλοπηγείων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης