αναποδιάζω
- πέφτω σε αναποδιές. “Απ΄ όταν άλλαξα σπίτι, αναποδιάσαμε” – “ο πόλεμος μου ΄φερε πολλές αναποδιές”
- γίνομαι δύστροπος, παράξενος, κακορίζικος.
- προκαλώ αναποδιά σε άλλον.
Λέξεις: αναποδιάρης, αναποδιασμένος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναποδιάζω § Μέσ. γίνομαι ἐξ ἀσθενείας ἄλλος ἐξ ἄλλου, ἰσχνός, νωθρὸς κτλ.
Σημ. ἐκ τοῦ Ἀναποδίζω (Σύλλ. 1).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου