Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναποδιάζω

  1. πέφτω σε αναποδιές. “Απ΄ όταν άλλαξα σπίτι, αναποδιάσαμε” – “ο πόλεμος μου ΄φερε πολλές αναποδιές”
  2. γίνομαι δύστροπος, παράξενος, κακορίζικος.
  3. προκαλώ αναποδιά σε άλλον.

Λέξεις: αναποδιάρης, αναποδιασμένος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀναποδιάζω § Μέσ. γίνομαι ἐξ ἀσθενείας ἄλλος ἐξ ἄλλου, ἰσχνός, νωθρὸς κτλ.

Σημ. ἐκ τοῦ Ἀναποδίζω (Σύλλ. 1).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.