αναπεντάρικο (το)
αγροτική σύμβαση, συμφωνία, σεμπριά, σύμφωνα με την οποία έπαιρνε απ΄ τη σοδειά τρία μέρη ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης και δύο ο μισθωτής. Σπάνια συνέβαινε το αντίθετο. Το αναπεντάρικο ή πεντάρικο ίσχυες κυρίως για τις ελιές.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αγροτική σύμβαση, συμφωνία, σεμπριά, σύμφωνα με την οποία έπαιρνε απ΄ τη σοδειά τρία μέρη ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης και δύο ο μισθωτής. Σπάνια συνέβαινε το αντίθετο. Το αναπεντάρικο ή πεντάρικο ίσχυες κυρίως για τις ελιές.