μανίκα (η)
το μανίκι του σακακιού πανωφοριού κλπ.
παροιμία: “Μας λείπει ο γύρος, ο τριγύρος, ο γιακάς και τα μανίκια”, δηλ. μας λείπουν όλα προκειμένου να κάμομε κάτι.
φράση: “Αυτό είναι μεγάλο μανίκι”, δηλ. μεγάλη δυσκολία – “μανίκι η ουρά του”, προκειμένου περί γαϊδάρου, που ψόφησε.
μτφ: αποτυχία πλήρης -έχει και αισχρή σημασία η λέξη: “της τράβηξε ένα μανίκι” (=συνουσία). – μανίκι λέμε και τη λαβή του μαχαιριού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μανίκα /ἡ/ (Ἰ. manica) = χειρὶς ἐνδύματος, περιβραχιόνιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης