άλτρο (επίρρ.)
ακόμα πιο πολύ, ακόμα χειρότερα: “άλτρο κι απ΄τον πατέρα του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄλτρο: /ἐπίρ./ (Ἰ. altro) = ἀκόμα περισσότερον, ἀκόμα χειρότερα. «ἄλτρο κι’ ἀπ’ τὸν πατέρα του’.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης