αλούπι (το)
αλεπού, αλεπόπουλο. “Είσαι πονηρό αλούπι” – “Ξέρεις τι αλούπι είναι αυτός;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μεταφορικά κουτοπόνηρο και χαζό άτομο
Έλλη Καββαδά – Μεγανησιώτικο Λεξικό
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αλεπού, αλεπόπουλο. “Είσαι πονηρό αλούπι” – “Ξέρεις τι αλούπι είναι αυτός;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης