κοράκι (το)
κυρτό ξύλο που εφαρμόζεται στην άκρη της πλώρης των πλοίων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοράκι, § ξύλον κυρτὸν ἐφαρμοζόμενον ὑπὸ τοῦ τεχνίτου εἰς τὴν πρώραν τῶν πλοίων· καὶ τὸ μὲν ἔξω μέρος αὐτοῦ καλεῖται ἀντικόρακο, τὸ δὲ ἔσω ᾿σωκόρακο, τὸ δὲ σύνολον κοράκι.
Σημ. Κόρακα ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι πᾶσαν ἐν γένει κύρτωσιν, ὅθεν καὶ τὀ ῥάμφος τοῦ ἀλέκτορος. Πιθανῶς ἐκ τῆς κυρτώσεως τῶν ξύλων τούτων προῆλθεν ἡ τοιαύτη ὀνομασία των.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου