αλατρεύω
οργώνω το χωράφι με το αλέτρι. “Γύρω ζευγάρια αλάτρευαν…” (Σικελ. Αλαφρ.).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλατρεύω § σκάπτω διὰ τοῦ ἀρότρου.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀροτριεύω (Σύλλ. 1, 16).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
δεν υπάρχει λόγος να καταφύγει κανείς σε αρχ.ελλ. ἀροτριεύω (το οποίο δεν αναφέρει ούτε το λεξικό Δημητράκου), καθώς μαρτυρείται ο δημώδης τύπος άλατρο (πια μόνο ως όνομα του χωριού Άλατρο, βλ.λ. Αλατρίτης), που είναι παλιός δημώδης τύπος του άροτρον, με ανομοίωση υγρών (/r/ ~ /r/ > /l/ ~ /r/), πβ. αλέτρι, και αφομοίωση του /o/ με το προηγούμενο και το επόμενο /a/, στον οποίο προστέθηκε το ρηματικό επίθημα -εύω
(Π.Γ. Κριμπάς)