ντρουβάς (ο)
μικρός σάκος, σακούλι μέσα στο οποίο βάνουν την τροφή (βρώμη – κριθάρι) των φορτηγών ζώων και το κρεμάμε απ΄ το κεφάλι του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντρο(υ)βᾶς /ὁ/ (Τ. τορbᾶ) = σακκίδιον (πήρα) ἐντὸς τοῦ ὁποίου τίθεται ἡ ἐκ καρπῶν τροφὴ τοῦ ὑποζυγίου ἀναρτώμενον ἀπὸ τῆς κεφαλῆς του.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης