ντετόρος ή ντοτόρος (ο)
- ο γιατρός. Σ΄ ένα λαϊκό σατιρικό αποκριάτικο του τόπου μας: “Κυρ ντοτόρε με τη γούνα / η γυναίκα σου γουρούνα, / τα παιδιά σου γούτσι – γούτσι / δεν ποτάζουνε παιδούτσι”.
- μτφ. = ο υποκρινόμενος του φιλομαθή, ο αμαθής. “Η ντετόρα από δω τι λέει;”
Ο τίτλος καθιερώθηκε στη Λευκάδα κατά την Ενετοκρατία (1684 – 1797).