λάτα (η)
- ο τενεκές πετρελαίου -ορθογώνιο δοχείο- χωρητικότητας 17 κιλών.
- φύλλο λευκοσίδηρου.
- κουβάς αντλήσεως νερού από το πηγάδι. φρ.: “Έκαμα τρεις λάτες φακή και 5 λάτες λαθύρια” – “Πάρε τη λάτα και το χωνί να φέρεις νερό από το πηγάδι με τη βαρέλλα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λάτα /ἡ/ (Ἰ. latta) = φύλλον λευκοσιδήρου, δοχεῖον πετρελαίου τῶν 15-17 χιλ/μων, κουβᾶς ἀντλήσεως ὕδατος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λάτα (ἡ): τενεκεδένιο δοχεῖο γιά μεταφορά ὑγρῶν, (IT. latta).