μάλαξη (η)
λέξη που χρησιμοποιούν οι ψαράδες = πολτός από τυρί, σαρδέλες αποσυνθεμένες κλπ., που ρίχνουν στη θάλασσα για να προσελκύσουν τα ψάρια και να ρίξουν ύστερα τα αγκίστρια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάλαξι /ἡ/ (μαλάσσω) = μάγμα, φύραμα ζυμωμένον μὲ τὰς χεῖρας, πολτὸς ζωϊκῆς οὐσίας (ἀποσυντεθειμένων ἁλιπάστων, τυροῦ κ.τ.τ.) ριπτόμενος εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς προσέλκυσιν ἰχθύων διὰ τὸ ψάρευμα μὲ ἀγκίστρι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης