καρίκι
Καρίκι, § τεμάχιον ξηρᾶς κολοκύνθης, δι᾿ οὗ συνάγουσιν ἀπὸ τῆς σκάφης τοῦ ἐλαιοτριβείου τὸ ἔλαιον.
Σημ. Ἐκ τοῦ κάρα, διὰ τὸ σχῆμά του.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
«Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι» (σελ. 293, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ).
Σκληρὸν ἐξώφλοιον ἐν γένει, ἐνταῦθα σημαίνει τὀ ἐξωτερικὀν περίβλημα τοῦ βόμβυκος τοῦ μεταξοσκώληκος
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Φωτεινό
το καρύδι του λαιμού
Κάλαμος Ρέα Μανωλάτου