ἀνακούρκουδα 09 Οκτ, 2017 Α 0 Σχόλια 0 Ἀνακούρκουδα (ἀνάκυρτα), ὅταν τις πίπτῃ ἀνάποδα ἢ κατακέφαλα. βλ. και ανακούρδουκα και ανακούρδικα (επίρρ.)