ποκάρι (το)
το σύνολο των μαλλιών ενός προβάτου που το κούρεψαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποκάρ(ι) /τὸ/ (ποκάριον) = τὸ ἑνιαῖον προϊὸν τῆς κουρᾶς προβάτου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το σύνολο των μαλλιών ενός προβάτου που το κούρεψαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποκάρ(ι) /τὸ/ (ποκάριον) = τὸ ἑνιαῖον προϊὸν τῆς κουρᾶς προβάτου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης