διαλούπι
Διαλούπι = φαγητό ἀπαίσιο στή γεύση, μεταφ. ἔφαγε τό διαλούπι (ἔφαγε τό σκασμό).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Διαλούπι, το = το πικρό φαγητό.
Α) από την πρόθ. δια + λέπι (αρχ. ρ. λέπω = ξεφλουδίζω). Λοπός ή λόπος = φλοιός (φλούδα), κέλυφος (τσώφλι).
Β) μεταφορικώς από το ρ. διαλύπτω = προξενώ μεγάλη λύπη. Γ) από το λούπινο που είναι ο καρπός της πικροκουκιάς, (λατ. lupus=ο λύκος) και αρχικά ήταν τροφή για λύκους + την προθ. «δια», δηλωτική της έκτασης και της διάρκειας.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
Α) από την πρόθ. δια + λέπι (αρχ. ρ. λέπω = ξεφλουδίζω). Λοπός ή λόπος = φλοιός (φλούδα), κέλυφος (τσώφλι).
Β) μεταφορικώς από το ρ. διαλύπτω = προξενώ μεγάλη λύπη. Γ) από το λούπινο που είναι ο καρπός της πικροκουκιάς, (λατ. lupus=ο λύκος) και αρχικά ήταν τροφή για λύκους + την προθ. «δια», δηλωτική της έκτασης και της διάρκειας.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα