μπαΐλισα (μπαΐλντισα) και μπαΐλντίζω
Στον αόριστο και ρήμα μπαιλΐζω.
Παραφθορά του μπαΐλτισα, μπαΐλτίζω, λιποθυμώ, απόκαμα.
Από την τουρκική λέξη baj(y)ildim, αόριστος του bayilmak – λιποθυμώ (Ανδριώτης).
Στους Λάζαρη και Κοντομίχη περίεργως δεν τη βλέπω τη λέξη.
Εμείς στο χωριό τη χρησιμοποιούμε πολύ με την έννοια του “απόκαμα”. Άσε με δεν μπορώ άλλο, μπαΐλισα. (Ο Κούβελης στα Ξηρομερίτικα έχει: “μπαϊλίζω = γερνώ, αποκάμνω).