Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρκάλα (η)

το κρανίο του ανθρώπου. φράση: “Βλέπω κούρεψες με την ψιλή την καρκάλα σου”. – “Έσπασες την καρκάλα σου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρκάλα /ἡ/ (Λ. caracalla, Ἰ. carcame) = ἡ κρανιακὴ κάψα, τὸ κρανίον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.