διάτανος (ο)
ο διάβολος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διάτανος /ὁ/ (διὰ-τόνος; διά[βολος]-[σα]τανᾶς;) = ὁ διάβολος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αντί διάβολος και ο “έξ(ω) από δω”. Συνοδεύεται με το προτρεπτικό μόριο άει (άει στο …). Λέμε άει στο διάτανο (μαλακότερα). Η λέξη προέκυψε “κατά συμφυρμό” (γραμματικό φαινόμενο κατά το οποίο δημιουργείται μια λέξη από στοιχεία δύο ή περισσότερων άλλων λέξεων, των “διάβολος” και “σατανάς”. Έτσι ο λαός αποφεύγει να πιάσει απευθείας στο στόμα του το διάβολο, που όπως λέει το όνομά του, διαβάλλει, συκοφαντεί το Θεό στον άνθρωπο, είναι ο “πονηρός” του Ευαγγελίου.
Η πρώτη ετυμολογία του Λάζαρη, δια-τόνος (με ερωτηματικό πάντως) δεν ευσταθεί. Στη συνέχεια όμως καταλήγει στο συμφυρμό που αναφέραμε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης