πατσαλιάζω 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πατσαλιάζω (Π.Τ. πατσᾶ, Ἰ. panzia -ccia) = μαλακώνω, διαθρύπτω ἐπιπολαίως.