μπρουτσαλίζω
Μπρουτσαλίζω (Ἰ. prizzare, procellare) = παίζω ἐκτινάσσων ὕδωρ εἰς τὰ πέριξ, παίζω μὲ τὰ νερά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Κοντομίχης έχει μπροτσαλίζω, “παίζω με το νερό”. Συνώνυμο το βρουτσουλάω. Λέμε “με βρουτσούλησες”. Ακόμα για κακοπλυμμένα ρούχα λέμε “τα μπρουτσάλησες”. Θέλει έρευνα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης