μάσκουλο
Μάσκουλο /τὸ/ (Λ. mascella, moschetto) = κροτίς, βαρελότο, γίγγλυμος, μεντεσές.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ιταλική λέξη, είδος κροτίδας, που στα εφτάνησα έσκαζε τις μέρες γιορτών. Θυμόμαστε εδώ και τις (σ)τρακατρούκες των παιδικών μας χρόνων στο χωριό το μεγαλοβδόμαδο, όπως και τα κριτσόνια στις αγρύπνιες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Φωτόπουλος -
Το μάσκουλο είχε επίσης την έννοια του δυνατού βαρελότου και στο χωριό μου. Μάλιστα το έσκαγαν παράλληλα με τον κτύπο της καμπάνας τις Κυριακές και γιορτές. Το έθιμο καταργήθηκε το 1954 μετά από θανατηφόρο ατύχημα.