σκόντρα (τά) 12 Μαρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 σκόντρα (τά): οἱ ἀντειρίδες τοῦ ἀμείβοντος, τοῦ ξύλινου δηλαδή ζευκτοῦ.