γίκος ή γοίκος (ο)
το σύνολο των χοντρών ρούχων του σπιτιού τακτοποιημένα και διπλωμένα κανονικά με τάξη που τοποθετούνται το ΄να πάνω στ΄ άλλο σε μια ξύλινη βάση ή κασέλα. Το γίκο τον σκεπάζουν μ΄ ένα λεπτότερο ρούχο για να προστατεύει τα χοντρόρουχα από σκόνες, καπνούς κλπ.
Αρ. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Β΄”Ο οίκος με τα μάλλινα, τα παρδαλά διπλάρια ….”.
Ο γίκος είναι το καμάρι της νοικοκυράς: “Φτωχός γίκος, φτωχό σπίτι”.
Φράση: “Τον περιποιηθήκαμε με το παραπάνω τον άνθρωπο, τον σκέπασα με βελέντζα που έβγαλα από το γίκο μου. Σκέψου …”. Κι αυτό γιατί σε σπάνιες περιπτώσεις “κατέβαζαν το γίκο τους”.