ξάγναντο
Ξάγναντο /τὸ/ (ἐξ, ἀνάντης -έω) = τόπος ἀποπτικὸς (ἔχων ἐκτεταμένην θέαν), βίγλα, μπελβεντέρε.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ξάγναντο § σκοπιά, τόπος, ὅθεν ἡ ὅρασις διατρέχει εὐρύχωρον διάστημα.
Σημ. ἴδ. ἔγννοια.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου