ψ(υ)χερὸς -ὴ -ὸ 10 Φεβ, 2017 Ψ 0 Σχόλια 0 Ψυχερὸς -ὴ -ὸ (ψυχὴ) = ἐμψυχωμένος, θαρραλέος, τολμηρός, ἀνθεκτικός.