κρατιῶμαι 01 Φεβ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κρατιῶμαι (κρατέω) = συγκρατοῦμαι, διατηροῦμαι, ὑποφέρομαι, παραλύω. βλ. και κρατημένος