αγκωναριά ή αγκωνιά (η)
χτύπημα με τον αγκώνα. “θα φας καμιά αγκωναριά…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το αγκώνας (< αρχ.ελλ. ἀγκών), το (αρχικά υποκοριστικό) επίθημα -άρ-ι (< αρχ. ελλ. -άρ-ι-ον) και το επίθημα -ι-ά (που δηλώνει, μεταξύ άλλων, πλήγμα με κάτι, πβ. κουτουλιά, γροθιά, ντουφεκιά κ.ά.).
(Π.Γ. Κριμπάς)