Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μεριά

φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου. “Έχω δυο μεριές σιτάρι για το μύλο”, δηλ. έχω δυο σακιά σιτάρι για άλεσμα. Ευχή: “σε καλή μεριά” (να πάνε τα χρήματά σου).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Από το μέρος (μεριάζω) και σημαίνει το “φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου (Κοντομίχης). Όταν κάποιος αισθάνεται βάρος σ΄ένα σημείο του σώματος, ιδίως στα πόδια, τον ακούμε να λέει: “λες κι έχω μια μεριά στάρι” (από αυτές που φορτώνονται στο υποζύγιο για το μύλο). Έχει όμως και την έννοια της καλής τοποθέτησης χρημάτων, για μεγαλύτερη απόδοση. “Σε καλή μεριά.

Ο Ανδριώτης το ετυμολογεί από το μεσαιωνικό μεριά (μερία – μερέα- μέρισμα- μέρος, και κατάληξη έα). Από δω και τα: μερίδα, μερίδιο, μέρισμα κ.λπ. Και το μερεμέτι που το λέμε συχνά στο χωριό, δεν έχει μερεμέτι.

Σημαίνει όμως και τη μοίρα, το πεπρωμένο (που μοιάζει, αναλόγως ή “γράφει” στους θνητούς ή μοιραίνει).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.