μεριά
φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου. “Έχω δυο μεριές σιτάρι για το μύλο”, δηλ. έχω δυο σακιά σιτάρι για άλεσμα. Ευχή: “σε καλή μεριά” (να πάνε τα χρήματά σου).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Από το μέρος (μεριάζω) και σημαίνει το “φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου (Κοντομίχης). Όταν κάποιος αισθάνεται βάρος σ΄ένα σημείο του σώματος, ιδίως στα πόδια, τον ακούμε να λέει: “λες κι έχω μια μεριά στάρι” (από αυτές που φορτώνονται στο υποζύγιο για το μύλο). Έχει όμως και την έννοια της καλής τοποθέτησης χρημάτων, για μεγαλύτερη απόδοση. “Σε καλή μεριά.
Ο Ανδριώτης το ετυμολογεί από το μεσαιωνικό μεριά (μερία – μερέα- μέρισμα- μέρος, και κατάληξη έα). Από δω και τα: μερίδα, μερίδιο, μέρισμα κ.λπ. Και το μερεμέτι που το λέμε συχνά στο χωριό, δεν έχει μερεμέτι.
Σημαίνει όμως και τη μοίρα, το πεπρωμένο (που μοιάζει, αναλόγως ή “γράφει” στους θνητούς ή μοιραίνει).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης