μπελβεντέρε (τό) 04 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 μπελβεντέρε (τό): Χῶρος-δωμάτιο μέ μεγάλη θέα, κυρίως στήν σοφίτα, (ΙΤ. belvedèr).