μπαμπάλας 23 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπαμπάλας /ὁ/ (Ἰ. babbalacio, ἠχητ.) = πληθωρικός, βαρυκίνητος, ὀκνηρός, βραδύνους.