Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντίγλωσσο (το)

χαρακτηριστικό του αντιρρησία, που επεμβαίνει απρόσκλητος σε συζήτηση μόνο και μόνο για να φέρει την, συχνά ασεβή, αντίθεσή του: “Έχεις το αντίγλωσσο, εσύ, δεν μπορείς …”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.