Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουκοῦτσι

Κουκοῦτσι /τὸ/ (κόκκος, Ἰ. cucuzzolo) = ξυλῶδες σπέρμα καρποῦ οἷον ἐλαίας, κερασίου κ.τ.τ. (Ἰ. cucuzzo) = ἐσχάρα, ἐφελκὶς ἐπουλωμένου τραύματος ἢ δοθιῆνος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.